- φυκιοχαίτης
- φῡκιο-χαίτης, ου, ὁ,A with hair like seaweed, Hsch. (expld. by ψαφαροχαίτης), PSI8.892 (iv (?) A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκιοχαίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φυκιοχαίτην ψαφαροχαίτην». [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek
φυκιοχαίτην — φυκιοχαίτης with hair like seaweed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)